- οὑτωτρόπως
- οὑτωτρόπως, Adv.A thus, Pall.in Hp.2.98 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουτωτρόπως — οὑτωτρόπως (Α) επίρρ. με τέτοιο τρόπο, τοιουτοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὕτως + τρόπος] … Dictionary of Greek
οὑτωτρόπως — thus indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)